ψαλληγενής

ψαλληγενής
ψαλληγενής, ές, ([etym.] ψάλλω)
A sprung from harp-playing, Com. epith. of Archytas, strictly a parody of Homer's μοιρηγενής, Bion ap. D.L.4.52.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψαλληγενής — ές, Α (ως κωμική προσωνυμία τού Αρχύτου) αυτός που προήλθε από το παίξιμο τής άρπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάλλω + γενής (< γένος) κατ’ αναλογία τού μοιρηγενής*] …   Dictionary of Greek

  • ψαλληγενές — ψαλληγενής sprung from harp playing masc/fem voc sg ψαλληγενής sprung from harp playing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”